νωπότητα

νωπότητα
η
1. η ιδιότητα τού νωπού, φρεσκάδα
2. υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεαρότητα — η (Α νεαρότης) [νεαρός] 1. η ιδιότητα τού νεαρού, η νεαρή ηλικία 2. (για πράγματα) νωπότητα, φρεσκάδα …   Dictionary of Greek

  • νώπη — η νωπότητα, υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού νωπή, θηλ. τού επιθ. νωπός, με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • φρεσκάδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού φρέσκου, νωπότητα 2. δροσερότητα («φρεσκάδα τού δέρματος») 3. δροσερή, ευχάριστη ατμόσφαιρα 4. μτφ. σωματική και πνευματική ευφορία, ευδιαθεσία, θαλερότητα («γέρασε, αλλά διατηρεί τη φρεσκάδα της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέσκος +… …   Dictionary of Greek

  • φρεσκάδα — η 1. η ιδιότητα του φρέσκου (βλ. λ.), του νωπού, η νωπότητα: Φρεσκάδα του ψαριού. 2. δροσερότητα, δροσεράδα: Το δέρμα της έχει φρεσκάδα. 3. δροσερή, ευχάριστη ατμοσφαιρική κατάσταση: Είχε φρεσκάδα στην ακρογιαλιά. 4. πνευματική ευφορία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”